διόγκωση

διόγκωση
η
πρήξιμο, φούσκωμα: Διόγκωση του εγκεφάλου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διόγκωση — η (AM διόγκωσις) [διογκώ] 1. αύξηση τού όγκου 2. πρήξιμο νεοελλ. σκόπιμη απόδοση μεγαλύτερης σημασίας σε κάτι απ όση πραγματικά αυτό έχει αρχ. έπαρση …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιμάτωμα — Διόγκωση που εμφανίζεται στο κρανίο των νεογνών κατά τις πρώτες ώρες ή μέρες μετά τον τοκετό. Πρόκειται για αιμάτωμα που οφείλεται σε κακώσεις του κρανίου κατά τον τοκετό, δεν ξεπερνά την περιοχή που έχει υποστεί την κάκωση και υποχωρεί μέσα σε 8 …   Dictionary of Greek

  • βρογχοκήλη — Διόγκωση του θυρεοειδούς. Βλ. λ. θυρεοειδής. * * * η (Α βρογχοκήλη) αύξηση των διαστάσεων του θυρεοειδούς αδένα …   Dictionary of Greek

  • καρδιομεγαλία — Διόγκωση της καρδιάς που παρουσιάζεται σε διαταραχές οι οποίες την αναγκάζουν να λειτουργεί σε πιο έντονους ρυθμούς για μεγάλο χρονικό διάστημα. * * * η ιατρ. αυξημένος όγκος τής καρδιάς σε σχέση με τον θώρακα, συγγενής ή επίκτητος, αλλά και κάθε …   Dictionary of Greek

  • θυρεογλωσσική κύστη — Διόγκωση στον λαιμό που μπορεί να παρουσιαστεί, όταν ένας πόρος, που συνήθως εξαφανίζεται στη διάρκεια της εμβρυϊκής ανάπτυξης, παραμένει στη θέση του. Αν η κύστη επιμολυνθεί, αφαιρείται συνήθως με εγχείρηση …   Dictionary of Greek

  • αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντίαση — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία παρατηρείται χρόνιο οίδημα και σημαντική υπερτροφία του δέρματος, με διόγκωση και παραμόρφωση των περιοχών που έχουν προσβληθεί, συνήθως των κάτω άκρων και της περιοχής των γεννητικών οργάνων· οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • λεμφαδένας — Ωοειδής δομή που εντοπίζεται κατά μήκος της πορείας των λεμφαγγείων. Φιλτράρει τη λέμφο (βλ. λ.) και ενεργεί ως φραγμός για την εξάπλωση μιας λοίμωξης. Η διόγκωσή του μπορεί να είναι ένδειξη τοπικής φλεγμονής, συστηματικής διαταραχής ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”